- μεσημβριάζοντα
- μεσημβριάζωpass the noonpres part act neut nom/voc/acc plμεσημβριάζωpass the noonpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσημβριάζω — και μεσημβρίζω και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, άω (Α) [μεσημβρία] 1. διέρχομαι τη μεσημβρία, περνώ το μεσημέρι, αναπαύομαι κατά το μεσημέρι («ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», Πλάτ.) 2. (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον… … Dictionary of Greek